- γολιάθ
- ο άκλ. великан, голиаф
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Γολιάθ — Βιβλικό πρόσωπο. Φιλισταίος γίγαντας, ο οποίος προκάλεσε τους Εβραίους πολεμιστές σε μονομαχία και σκοτώθηκε από τον νεαρό Δαβίδ, που είχε ως όπλο του μόνο μία σφεντόνα και την υποστήριξη του Θεού. Από τη μονομαχία αυτή υπάρχουν πολλές… … Dictionary of Greek
γολιάθ — (goliath).Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των γολιανθινιδών. Το γένος αυτό περιλάμβανει έντομα που διακρίνονται κυρίως για το πολύ μεγάλο τους μέγεθος που κυμαίνεται από 10 έως 15 εκ. Τα έντομα αυτά έχουν χρώμα μελανόλευκο ή… … Dictionary of Greek
Δαβίδ ή Δαυίδ — (1010; – 965; π.Χ.). Βασιλιάς του Ισραήλ. Χρίστηκε μυστικά βασιλιάς από τον προφήτη Σαμουήλ, ενώ βασίλευε ακόμα ο Σαούλ, του οποίου κέρδισε την εύνοια, με αποτέλεσμα να τον καλέσει στην αυλή του γιατί έπαιζε θαυμάσια κινύρα (είδος άρπας). Ήταν… … Dictionary of Greek
възхрабритисѧ — ВЪЗХРАБР|ИТИСѦ (1*), ЮСѦ, ИТЬСѦ гл. Проявить храбрость: стани противу стр(с)темъ вочтисѩ въ б҃ии полкъ. въсхрабрисѩ на голь˫афа. (ἀρίστευσον κατὰ τοῦ Γολιάθ) ГБ XIV, 32б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
γολιάθειος — ο αυτός που έχει το σώμα και τη δύναμη τού Γολιάθ, ο γιγαντιαίος … Dictionary of Greek
σκαραβαίος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται κοινά πολλά κολεόπτερα έντομα, που θα έπρεπε να περιορίζεται μόνο στους εκπρόσωπους της οικογένειας των Σκαραβαιιδών. Στο παρελθόν, τα έντομα που χαρακτηρίζονταν από τα ελάσματα με τα οποία είναι προικισμένα τα… … Dictionary of Greek
σώχω — Όνομα δύο βιβλικών πόλεων. Στα εβραϊκά ονομάζονται Σωκώ και Σωκώχ. Η πρώτη ήταν πόλη της ορεινής Ιουδαίας, στην τοποθεσία του σημερινού οικισμού Χιρμπέτ Σουεϊκέ, 16 χλμ. νοτιοδυτικά της Χεβρώνας. Σώζονται ερείπιά της σε καλή κατάσταση. Η δεύτερη … Dictionary of Greek
Άισλερ, Χανς — (Hanns Eisler, Λειψία 1898 – Βερολίνο 1962). Γερμανός συνθέτης. Σπούδασε στη Βιέννη κοντά στον Σένμπεργκ και τον Βέμπερν και με την επίδρασή τους έγραψε τα πρώτα του έργα μουσικής δωματίου. Κατά το 1923 απομακρύνθηκε από την τροχιά των δύο… … Dictionary of Greek
Δρόσης, Λεωνίδας — (Αθήνα 1836 – Νάπολη, Ιταλία 1884). Γλύπτης. Υπήρξε o κυριότερος εκπρόσωπος της νεοκλασικής γλυπτικής στην Αθήνα. Ήταν γιος του Βαυαρού στρατιωτικού μουσικού φον Ντορς και Ελληνίδας από τη σπετσιώτικη οικογένεια Μέξη. Εξελλήνισε το πατρικό του… … Dictionary of Greek
Ελχανάν — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Γιος του Αριωθγίμ από τη Βηθλεέμ. Από παραδρομή στη Βίβλο αναφέρεται ότι σκότωσε τον Γολιάθ (Α’Παραλ. κ’ 5 και Β’Βασ. κα’ 19). 2. Γιος του Δωδωέ από τη Βηθλεέμ. Ήταν αξιωματούχος στην υπηρεσία του Δαβίδ … Dictionary of Greek
Κάιζερ, Γκέοργκ — (Georg Kaiser, Μαγδεμβούργο 1878 – Ασκόνα, Ελβετία 1945). Γερμανός θεατρικός συγγραφέας. Ασχολήθηκε αρχικά με το εμπόριο και ταξίδεψε αρκετά στη Νότια Αμερική και στην Ευρώπη. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, άρχισε να γράφει για το θέατρο (1904) … Dictionary of Greek